- παραδειγματικως
- παραδειγματικῶςπαρα-δειγματικῶςс приведением примеров, на примерах, наглядно
(λέγειν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λέγειν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραδειγματικῶς — παραδειγματικός consisting of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδειγματικός — ή, ό / παραδειγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [παράδειγμα, ατος] αυτός που αναφέρεται σε παράδειγμα, αυτός που αποτελεί παράδειγμα ή πρότυπο, αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός («παραδειγματική τιμωρία») νεοελλ. εξαιρετικός, άψογος, αυτός που … Dictionary of Greek